φοιτῶντας

φοιτῶντας
φοιτάω
go to and fro
pres part act masc acc pl
φοιτάζω
fut part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δασκαλάκης, Βάσος — (Μάνη 1897 – 1944). Πεζογράφος και μεταφραστής. Μετά τον θάνατο του πατέρα του εκπατρίστηκε και εργάστηκε στα μεταλλεία του Λαυρίου. Φοιτώντας σε νυχτερινά σχολεία, αλλά βασικά αυτοδίδακτος, ο Δ. κατόρθωσε να μάθει ξένες γλώσσες, γεγονός που… …   Dictionary of Greek

  • Πόε, Έντγκορ Άλαν — (Poe). Αμερικανός συγγραφέας (Βοστώνη 1809 Βαλτιμόρη 1849). Έμεινε ορφανός σε ηλικία δύο μόλις ετών και την ανατροφή του ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος του Ρίτσμοντ, ο Τζον Άλαν. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”